Η Στρατιωτική Δύναμη στο Κοσσυφοπέδιο (KFOR)
Του ΛΙΝΟΥ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΙΣΙΛΙΑΝΟΥ
Επίκ. Καθηγητή Τμήματος Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών
[ΤΕΥΧΟΣ 4/2001]
Η παρουσία στρατιωτικής δύναμης στο Κοσσυφοπέδιο με «ουσιαστική
συμμετοχή» του ΝΑΤΟ αποτέλεσε, όπως είναι γνωστό, θεμελιώδη όρο της
πολιτικής λύσης της κρίσης στην περιοχή, οι γενικές αρχές της οποίας
συμφωνήθηκαν κατά τη συνάντηση της «Ομάδας των 8» στις 6 Μαΐου 1999 και
αποτυπώθηκαν σε έγγραφο το οποίο υποβλήθηκε στην κυβέρνηση της
Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας στις 2 Ιουνίου. Οι
συμφωνίες αυτές επικυρώθηκαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων
Εθνών αποτελώντας τη βάση της περίφημης απόφασης 1244 (1999) της 10ης
Ιουνίου.
1.- Η παρουσία στρατιωτικής δύναμης στο Κοσσυφοπέδιο με «ουσιαστική
συμμετοχή» του ΝΑΤΟ αποτέλεσε, όπως είναι γνωστό, θεμελιώδη όρο της
πολιτικής λύσης της κρίσης στην περιοχή, οι γενικές αρχές της οποίας
συμφωνήθηκαν κατά τη συνάντηση της «Ομάδας των 8» στις 6 Μαΐου 1999[1] και αποτυπώθηκαν σε έγγραφο το οποίο υποβλήθηκε στην κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας στις 2 Ιουνίου[2].
Οι συμφωνίες αυτές επικυρώθηκαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων
Εθνών αποτελώντας τη βάση της περίφημης απόφασης 1244 (1999) της 10ης
Ιουνίου[3].
2.- Παρ'όλο που υιοθετήθηκε με 14 ψήφους υπέρ και μία μόνον αποχή - της Κίνας - η εν λόγω απόφαση έγινε αντικείμενο εκτενούς συζήτησης στο Συμβούλιο Ασφαλείας[5] κατά τη διάρκεια της οποίας αρκετά Κράτη τοποθετήθηκαν σε σχέση προς τη νομιμότητα της προηγηθείσας στρατιωτικής επέμβασης του ΝΑΤΟ στην περιοχή[5]. Η ίδια η απόφαση 1244, ωστόσο, αποσιώπησε - όπως ήταν αναμενόμενο - το συγκεκριμένο ζήτημα, περιοριζόμενη σε μία αναφορά στην εθνική κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Γιουγκοσλαβίας[6]. Η σημασία της αναφοράς αυτής αμβλύνεται από άλλες διατάξεις που υπογραμμίζουν την «ουσιαστική αυτονομία» και «αυτοδιοίκηση» του Κοσσυφοπεδίου, ή αφήνουν ανοιχτό το θέμα του οριστικού καθεστώτος της επαρχίας[7], θέτοντάς την, συγχρόνως, υπό προσωρινή διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών.
3.- Πράγματι, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της απόφασης 1244 είναι ότι ο ΟΗΕ αποκτά ουσιαστικές κυριαρχικές αρμοδιότητες, η άσκηση των οποίων κατατείνει - κατά το κείμενο της απόφασης - στην εγκαθίδρυση και την ανάπτυξη δημοκρατικών θεσμών στο Κοσσυφοπέδιο[8]. Η αποστολή των Ηνωμένων Εθνών στην περιοχή (UNMIK) λειτουργεί παράλληλα και υποστηρίζεται από στρατιωτική δύναμη (KFOR) υπό νατοϊκή διοίκηση με τη συμμετοχή τρίτων Κρατών - μη μελών του ΝΑΤΟ - συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας. Το σύνθετο αυτό σχήμα, συνδυαζόμενο προς τις εκτενέστατες αρμοδιότητες τόσο της πολιτικής διοίκησης, η οποία υποκαθιστά ουσιαστικά το φερόμενο ως «κυρίαρχο» Κράτος, όσο και της στρατιωτικής δύναμης, αποτελεί πρωτοφανές γεγονός στην πρακτική του Συμβουλίου Ασφαλείας και κατά τούτο η απόφαση 1244 είναι αναμφισβήτητα ιστορικής σημασίας.
4.- Ειδικότερα όσον αφορά την ανάπτυξη της KFOR, θα μπορούσε να υποστηριχθεί από πρώτη άποψη ότι πρόκειται για στρατιωτική επιχείρηση κατ'εξουσιοδότηση του Συμβουλίου Ασφαλείας, ανάλογη με σειρά άλλων επιχειρήσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1990. Είναι αλήθεια ότι η KFOR παρουσιάζει σημαντικές ομοιότητες με τις επιχειρήσεις αυτές (Ι). Όμως, τόσο οι συνθήκες υπό τις οποίες δόθηκε η εξουσιοδότηση του Συμβουλίου, όσο και οι ιδιομορφίες που χαρακτηρίζουν την εντολή και τη λειτουργία της KFOR την καθιστούν μοναδική (ΙΙ).
I. ΟΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚFOR ΜΕ ΑΛΛΕΣ ΚΑΤΈΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
5.- Με την απόφαση 1244, το Συμβούλιο Ασφαλείας εξουσιοδότησε τα Κράτη μέλη του ΟΗΕ και τους «αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς» να εγκαθιδρύσουν «διεθνή παρουσία ασφαλείας» στο Κοσσυφοπέδιο κατά τους όρους της συμφωνίας με την κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας, με όλα τα απαραίτητα μέσα για την εκπλήρωση της εντολής της, όπως αυτή περιγράφεται στη συνέχεια της απόφασης[9]. Οι «αρμόδιοι διεθνείς οργανισμοί» - στον πληθυντικό - δεν είναι άλλοι από το ΝΑΤΟ, δεδομένου ότι μόνο γι'αυτόν γίνεται λόγος στην προαναφερθείσα συμφωνία της 2ας Ιουνίου 1999.
6.- Όπως είναι γνωστό, στη διπλωματική γλώσσα του Συμβουλίου Ασφαλείας η έκφραση «όλα τα απαραίτητα μέσα» σημαίνει ότι η στρατιωτική δύναμη έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει ένοπλη βία πέραν των ορίων της νόμιμης άμυνας προκειμένου να επιτύχει τους στόχους της. Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι τέτοιου είδους βία θα χρησιμοποιηθεί οπωσδήποτε ή ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί αδιακρίτως. Κατά την κρατούσα άποψη, η οποία στηρίζεται στη διεθνή πρακτική, ένοπλη βία μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνον εφόσον είναι απολύτως απαραίτητη για την εκτέλεση της εντολής της εξουσιοδοτούμενης στρατιωτικής δύναμης, δηλ. in ultima ratio[10]. Θα πρέπει, επίσης, τα χρησιμοποιούμενα μέσα να τελούν σε σχέση αναλογίας προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, καθώς και να μην παραβιάζονται οι θεμελιώδεις αρχές του ανθρωπιστικού δικαίου[11].
7.- Κατά την περίοδο 1945-1990, το Συμβούλιο Ασφαλείας είχε εξουσιοδοτήσει Κράτη μέλη να χρησιμοποιήσουν ένοπλη βία δύο μόνο φορές και συγκεκριμένα στην περίπτωση της Κορέας, το 1950[12], και σε πολύ μικρότερη κλίμακα στην περίπτωση της Ροδεσίας, το 1966[13]. Η διστακτικότητα του Συμβουλίου Ασφαλείας να προσφύγει στη λύση αυτή οφειλόταν κυρίως στην αδυναμία συμφωνίας των πέντε μονίμων μελών του παρά σε επιφυλάξεις γύρω από το επιτρεπτό της εξουσιοδότησης με βάση το κεφάλαιο VII του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
8.- Πράγματι, μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου - οπότε η χρήση ή η αναμενόμενη χρήση του δικαιώματος αρνησικυρίας (veto) καθίσταται σπάνια - το Συμβούλιο Ασφαλείας προσφεύγει συχνά στη μέθοδο της εξουσιοδότησης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του για τη διατήρηση και επιβολή της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Εκτός από την περίπτωση της κρίσης του Περσικού Κόλπου[14], η οποία αποτέλεσε την απαρχή της «ανάστασης» ή καλύτερα, της «μεταμόρφωσης» του κεφαλαίου VII του Χάρτη[15], αρκεί να υπενθυμίσουμε απλώς τις περιπτώσεις της Σομαλίας[16], της π. Γιουγκοσλαβίας κατά την περίοδο 1993-1995[17], της Ρουάντα[18], της Αϊτής[19], της Βοσνίας μετά την υπογραφή της Συμφωνίας του Dayton[20], της Αλβανίας[21], της Σιέρρα Λεόνε[22], της Δημοκρατίας της Κεντρικής Αφρικής[23], και, πιο πρόσφατα, του Ανατολικού Τιμόρ[24]. Στις περιπτώσεις αυτές, το Συμβούλιο Ασφαλείας εξουσιοδότησε ομάδα Κρατών χωρίς να τα κατονομάζει να συστήσουν, σε συνεργασία μεταξύ τους ή στο πλαίσιο διεθνών περιφερειακών οργανισμών, πολυεθνικές στρατιωτικές δυνάμεις προκειμένου να παρέμβουν σε διεθνείς κρίσεις, λαμβάνοντας όλα τα απαραίτητα μέτρα για την επίτευξη λιγότερο ή περισσότερο συγκεκριμένων στόχων.
9.- Καθίσταται σαφές, επομένως, ότι η εξουσιοδότηση για τη σύσταση και την ανάπτυξη στρατιωτικής δύναμης στο Κοσσυφοπέδιο όχι μόνον δεν αποτελεί σπάνιο φαινόμενο, αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο πλούσιας, πλέον, σχετικής πρακτικής του Συμβουλίου Ασφαλείας. Είναι χαρακτηριστικό, εξάλλου, ότι ήδη το 1995 ο πρώην Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Boutros Boutros-Ghali υπογράμμιζε, στο συμπλήρωμα του περίφημου «Οδηγού για την Ειρήνη» (Agenda for Peace), τη σημασία τέτοιων εξουσιοδοτήσεων για παρεμβάσεις πολυεθνικών δυνάμεων στις διεθνείς κρίσεις ενόψει της αδυναμίας του ΟΗΕ να αναλάβει ο ίδιος αμιγώς στρατιωτικές επιχειρήσεις μεγάλης εμβέλειας[25].
10.- Είναι αλήθεια ότι ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών προβλέπει ρητά, στο άρθρο 53, τη δυνατότητα του Συμβουλίου Ασφαλείας να εξουσιοδοτήσει περιφερειακούς οργανισμούς να λάβουν μέτρα εξαναγκασμού υπό τον έλεγχό του, συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, και στρατιωτικών μέτρων[26]. Ωστόσο, με εξαίρεση τις περιπτώσεις της Αϊτής και της Σιέρρα Λεόνε[27], το Συμβούλιο Ασφαλείας επικαλέσθηκε, στην πρόσφατη πρακτική του, όχι το κεφάλαιο VIII του Χάρτη - στο οποίο ανήκει το άρθρο 53 - αλλά το κεφάλαιο VII. Οι προαναφερθείσες εξουσιοδοτήσεις δεν δόθηκαν ευθέως σε «περιφερειακούς οργανισμούς» κατά την έννοια του άρθρου 53. Το Συμβούλιο επέτρεψε τη σύσταση και ανάπτυξη πολυεθνικών στρατιωτικών δυνάμεων με βάση το κεφάλαιο VII παρά το γεγονός ότι οι διατάξεις του κεφαλαίου αυτού δεν προβλέπουν - ρητά τουλάχιστον - τέτοια δυνατότητα. Πράγματι, τα άρθρα 42 επ. του Χάρτη αναφέρονται, όπως είναι γνωστό, στη λήψη στρατιωτικών μέτρων από το ίδιο το Συμβούλιο Ασφαλείας στο πλαίσιο ενός συστήματος συλλογικής ασφαλείας το οποίο, όμως, ουδέποτε λειτούργησε. Κατά συνέπεια, από την πρόσφατη πρακτική συνάγεται ότι οι εξουσιοδοτήσεις για σύσταση και ανάπτυξη πολυεθνικών δυνάμεων αποτελούν, ουσιαστικά, υποκατάστατα του θνησιγενούς συστήματος συλλογικής ασφαλείας. Το Συμβούλιο εκχωρεί αρμοδιότητες τις οποίες δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να ασκήσει, εφαρμόζοντας το κεφάλαιο VII κατά τρόπο ελαστικό, βεβαίως, αλλά όχι αντίθετο προς το όλο πνεύμα των σχετικών διατάξεων. Εξάλλου, η πρακτική του Συμβουλίου βρίσκει έρεισμα στη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, το οποίο αναγνώρισε ότι η αδυναμία λειτουργίας του συστήματος συλλογικής ασφαλείας δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται την αδράνεια του Οργανισμού[28]. Με άλλα λόγια, αυτή καθ'εαυτήν η εκχώρηση αρμοδιοτήτων για λήψη στρατιωτικών μέτρων από πολυεθνικές δυνάμεις αφίσταται μεν του γράμματος, όχι όμως και του πνεύματος του κεφαλαίου VII του Χάρτη, υπό τον όρο, ωστόσο, ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας διατηρεί τη γενική εποπτεία της επιχείρησης.
11.- Θεμελιώδης προϋπόθεση για τη λήψη μέτρων με βάση το κεφάλαιο VII του Χάρτη - συμπεριλαμβανομένης και της εξουσιοδότησης για λήψη στρατιωτικών μέτρων - είναι η διαπίστωση ύπαρξης απειλής για την ειρήνη, διατάραξης της ειρήνης ή επιθετικής ενέργειας. Πρόκειται για χαρακτηρισμούς στους οποίους προβαίνει το Συμβούλιο Ασφαλείας με βάση το άρθρο 39 του Χάρτη, οι οποίοι αποτελούν από νομική άποψη «προπαρασκευαστικές πράξεις»[29] για την ενεργοποίηση του κεφαλαίου VII. Για το λόγο αυτό, οι παραπάνω χαρακτηρισμοί εμπεριέχονται κατά κανόνα στο προοίμιο των σχετικών αποφάσεων. Ωστόσο, από τη στιγμή που το κεφάλαιο VII έχει τεθεί σε εφαρμογή δεν είναι απαραίτητο, από τεχνική άποψη, ο χαρακτηρισμός του άρθρου 39 να επαναλαμβάνεται αυτούσιος σε κάθε μεταγενέστερη απόφαση που αφορά τη λήψη, την ενίσχυση ή την ανανέωση κυρωτικών μέτρων. Το γεγονός ότι σε μεταγενέστερη απόφαση το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν αναφέρεται ρητά στους όρους του άρθρου 39 δεν σημαίνει κατά κανένα τρόπο ότι η διάταξη αυτή έχει απωλέσει τη σημασία της ή ότι το Συμβούλιο νομιμοποιείται να δράσει ανεξάρτητα από τη συνδρομή των σχετικών προϋποθέσεων, όπως έχει υποστηριχθεί λανθασμένα[30].
12.- Είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι στην πρόσφατη πρακτική του το Συμβούλιο Ασφαλείας έχει διευρύνει σημαντικά την έννοια της «απειλής για την ειρήνη»[31]. Η πρόθεση της διεύρυνσης αυτής κατέστη σαφέστατη στην περίφημη δήλωση της 31ης Ιανουαρίου 1992, οπότε το Συμβούλιο συνήλθε σε επίπεδο αρχηγών Κρατών και κυβερνήσεων[32]. Έκτοτε, το Συμβούλιο έχει χαρακτηρίσει «απειλές για την ειρήνη» ετερόκλητες καταστάσεις, κυρίως όμως εμφύλιες συρράξεις που έχουν οδηγήσει σε μαζικές παραβιάσεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του ανθρωπιστικού δικαίου[33] δημιουργώντας προσφυγικά ρεύματα και κινδύνους ανάφλεξης στην ευρύτερη περιοχή.
13.- Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η απόφαση 1244 (1999). Πράγματι, στο προοίμιο της απόφασης το Συμβούλιο Ασφαλείας δηλώνει αποφασισμένο να επιλύσει τη σοβαρή ανθρωπιστική κρίση στο Κοσσυφοπέδιο και να εξασφαλίσει την ασφαλή και οικειοθελή επιστροφή των προσφύγων και των εκτοπισμένων· κάνει λόγο για συνεχιζόμενη «ανθρωπιστική τραγωδία» (humanitarian tragedy) και καταλήγει στη διαπίστωση ότι η «κατάσταση στην περιοχή συνεχίζει να αποτελεί απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια». Η ιδιομορφία της απόφασης στο σημείο αυτό έγκειται, βεβαίως, στο γεγονός ότι οι σχετικές διαπιστώσεις έγιναν μετά τους ανηλεείς βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ και κατά τούτο θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας αναγνώρισε έμμεσα, αλλά με σαφήνεια, ότι η νατοϊκή επέμβαση όχι μόνον δεν έλυσε το πρόβλημα αλλά αντίθετα επέτεινε την κρίση. Κατά τα λοιπά, ωστόσο, οι διατυπώσεις του Συμβουλίου θυμίζουν έντονα προγενέστερες αποφάσεις του με τις οποίες επέτρεψε στρατιωτικές επεμβάσεις στη Σομαλία και τη Ρουάντα υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και της Γαλλίας αντίστοιχα[34].
14.- Εκτός από το χαρακτηρισμό του άρθρου 39, ο οποίος προηγείται της εξουσιοδότησης και την τοποθετεί στο θεσμικό πλαίσιο του κεφαλαίου VII, η εποπτεία του Συμβουλίου Ασφαλείας, με την ευρεία έννοια του όρου, εκδηλώνεται με τον προσδιορισμό των στόχων, της «εντολής» της επιχείρησης. Με εξαίρεση την απόφαση 678 (1990) στην κρίση του Περσικού κόλπου όπου η εντολή ήταν ευρύτατα διατυπωμένη, στις μεταγενέστερες σχετικές αποφάσεις του το Συμβούλιο Ασφαλείας οριοθέτησε με μεγαλύτερη σαφήνεια τους εκάστοτε στόχους των κατ'εξουσιοδότηση επιχειρήσεων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν προέκυψαν ερμηνευτικά προβλήματα στην πράξη[35].
15.- Τα προβλήματα αυτά σχετίζονται συχνά προς το γεγονός ότι - σε αντίθεση με τις «ειρηνευτικές επιχειρήσεις» (peace-keeping operations) του ΟΗΕ - οι κατ' εξουσιοδότηση επιχειρήσεις δεν υπόκεινται στον άμεσο και διαρκή ιεραρχικό έλεγχο του Συμβουλίου Ασφαλείας. Είναι πράγματι χαρακτηριστικό ότι τόσο στην περίπτωση της KFOR, όσο και στις προγενέστερες ανάλογες επιχειρήσεις ο επικεφαλής της πολυεθνικής δύναμης δεν ορίσθηκε ούτε από το Συμβούλιο, ούτε από τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Ο στρατιωτικός διοικητής ορίζεται από τα Κράτη που συμμετέχουν στην πολυεθνική δύναμη - οπότε βαρύνοντα λόγο έχει, βεβαίως, το Κράτος που αναλαμβάνει την ηγεσία της επιχείρησης - ή από τα όργανα του περιφερειακού οργανισμού ο οποίος εμπλέκεται, λιγότερο ή περισσότερο άμεσα, στην εκτέλεση της εντολής, στη δε περίπτωση της KFOR από το ΝΑΤΟ. Κάτω από τις συνθήκες αυτές είναι προφανές ότι ο στρατιωτικός έλεγχος επί του πεδίου, αλλά και ο άμεσος πολιτικός έλεγχος εκφεύγουν του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Έτσι, για παράδειγμα, ο ιταλός διοικητής της υπό ιταλική ηγεσία πολυεθνικής δύναμης, η οποία εξουσιοδοτήθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας να παρέμβει στην Αλβανία το 1997[36], ελάμβανε εντολές και αναφερόταν στη «διευθύνουσα επιτροπή» που συνεδρίαζε στη Ρώμη με τη συμμετοχή εκπροσώπων όλων των Κρατών - και της Ελλάδας - που είχαν συνεισφέρει δυνάμεις στην επιχείρηση[37].
16.- Πιο περίπλοκη εμφανίζεται η κατάσταση στις περιπτώσεις εκείνες - όπως στην π. Γιουγκοσλαβία κατά την περίοδο 1993-1995 και τώρα στο Κοσσυφοπέδιο - όπου οι πολυεθνικές δυνάμεις καλούνται να συνεργασθούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με τις δυνάμεις των ειρηνευτικών επιχειρήσεων του ΟΗΕ επί του πεδίου. Στις περιπτώσεις αυτές ο μεν διοικητής της πολυεθνικής δύναμης υπάγεται στις αρχές που τον διόρισαν, ο δε διοικητής της ειρηνευτικής επιχείρησης στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ και δι'αυτού στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Όπως αποδεικνύει η εμπειρία της περιόδου 1993-1995 στην π. Γιουγκοσλαβία, ο συντονισμός των δύο δυνάμεων καθίσταται συχνά προβληματικός, πολύ περισσότερο που οι σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας δεν προσδιορίζουν με σαφήνεια ποιός έχει τον τελευταίο λόγο επί τόπου.
17.- Ανεξάρτητα από το ζήτημα αυτό, στο οποίο θα επανέλθουμε εξετάζοντας την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της KFOR, αυτό που πρέπει να τονισθεί ως γενική παρατήρηση είναι ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας, παρ'όλο που δεν ασκεί τον άμεσο έλεγχο των κατ'εξουσιοδότηση επιχειρήσεων, διατηρεί - και πρέπει να διατηρεί - τη γενική εποπτεία όχι μόνον στο επίπεδο προσδιορισμού των στόχων τους, αλλά και κατά την εκτέλεσή τους[38]. Αυτό συμβαίνει στην πράξη μέσω των εκθέσεων οι οποίες υποβάλλονται στο Συμβούλιο κατά χρονικά διαστήματα που ορίζει το ίδιο στις αποφάσεις του. Κατά την επιχείρηση «Καταιγίδα της ερήμου», οπότε η σχετική πρακτική δεν είχε ακόμη εμπεδωθεί, εκθέσεις υπέβαλλαν περιοδικά τόσο οι ΗΠΑ οι οποίες είχαν την ηγεσία της επιχείρησης, όσο και ορισμένες άλλες ισχυρές συμμετέχουσες δυνάμεις. Στη μεταγενέστερη πρακτική, οι εκθέσεις υποβάλλονται συνήθως είτε από τον Μόνιμο αντιπρόσωπο του Κράτους που ηγείται της επιχείρησης, είτε από τον Γενικό Γραμματέα του οργανισμού που ασκεί συντονιστικό ρόλο. Έτσι, η πρώτη έκθεση των δραστηριοτήτων της KFOR υποβλήθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας από τον τότε Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ, Χ. Σολάνα[39].
18.- Κατά κανόνα, οι εκθέσεις είναι συνοπτικές, περιοριζόμενες στην καταγραφή των σημαντικότερων γεγονότων, αποφεύγοντας τις περισσότερες φορές να κάνουν μνεία των τυχόν απωλειών ή να δώσουν λεπτομέρειες στρατηγικού ενδιαφέροντος. Παρά τη μάλλον «ξύλινη γλώσσα» τους, οι εκθέσεις αυτές αποτελούν πολύτιμες πηγές επίσημης πληροφόρησης για την πορεία των επιχειρήσεων και επιτρέπουν οπωσδήποτε στο Συμβούλιο Ασφαλείας να διαμορφώσει αρκετά σαφή εικόνα προκειμένου να αποφασίσει για τυχόν τροποποίηση της αρχικής εντολής, σύντμηση ή παράταση της διάρκειας της επιχείρησης, κλπ. Αυτό εννοούμε εξάλλου υπογραμμίζοντας ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας πρέπει πάντοτε να διατηρεί τουλάχιστον τη γενική εποπτεία της επιχείρησης ούτως ώστε αυτή να συνεχίσει να εντάσσεται ουσιαστικά, και όχι μόνο κατ'επίφαση, στο θεσμικό πλαίσιο του κεφαλαίου VII του Χάρτη.
19.- Ωστόσο, όπως προκύπτει ήδη από τα παραπάνω, οι κατ'εξουσιοδότηση
επιχειρήσεις ναι μεν διαφέρουν από τις μονομερείς επεμβάσεις οι οποίες
στερούνται θεσμικής νομιμοποίησης και ελέγχου, όμως η σύνδεσή τους με το
εν λόγω θεσμικό πλαίσιο είναι χαλαρή. Το στοιχείο αυτό αναδεικνύεται
και από το γεγονός ότι οι κατ'εξουσιοδότηση επιχειρήσεις
χρηματοδοτούνται από τα ενδιαφερόμενα Κράτη - όπως προσδιορίζεται ρητά
σε αρκετές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας[40]
- και όχι από τον ίδιο τον Οργανισμό. Εξάλλου, με μόνη εξαίρεση την
περίπτωση της Κορέας, οι πολυεθνικές δυνάμεις δεν χρησιμοποιούν ούτε τη
σημαία, ούτε τα εμβλήματα των Ηνωμένων Εθνών, όπως συμβαίνει με τους
«κυανόκρανους» των ειρηνευτικών επιχειρήσεων του Οργανισμού. Θα μπορούσε
επομένως να λεχθεί σχηματικά ότι οι κατ'εξουσιοδότηση επιχειρήσεις
εμπεριέχουν στοιχεία και από το «θεσμικό μοντέλο» - στο μέτρο που
νομιμοποιούνται και ελέγχονται, χαλαρά έστω, από το Συμβούλιο Ασφαλείας -
και από το «διακρατικό μοντέλο»[41]
- στο μέτρο που χρηματοδοτούνται και διοικούνται από τα ενδιαφερόμενα
Κράτη. Τέτοια ακριβώς, δηλαδή μεικτή, είναι και η φύση της KFOR, η
ιδιαίτερη φυσιογνωμία της οποίας μένει να εξετασθεί αμέσως πιο κάτω.
ΙΙ. Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΗΣ KFOR
Α) Η συγκρότηση και η σύνθεση της KFOR
20.- Το πρώτο και ίσως το βασικότερο ιδιάζον χαρακτηριστικό της KFOR εντοπίζεται στις συνθήκες κάτω από τις οποίες αποφασίσθηκε η συγκρότηση και η ανάπτυξή της. Χωρίς να μακρηγορήσουμε για ζητήματα τα οποία αναλύονται διεξοδικά σε άλλες εισηγήσεις του παρόντος τόμου, αρκεί να υπογραμμίσουμε ότι με την απόφαση 1244 (1999) το Συμβούλιο Ασφαλείας επεχείρησε να επανακτήσει τον έλεγχο της κρίσης του Κοσσυφοπεδίου. Αποφασίζοντας «την ανάπτυξη στο Κοσσυφοπέδιο, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, διεθνούς πολιτικής και στρατιωτικής παρουσίας»[42], το Συμβούλιο δραστηριοποίησε τον Οργανισμό σε μια υπόθεση στην οποία είχε περιθωριοποιηθεί με σημαντικά επακόλουθα για τη διεθνή νομιμότητα. Η ανάγκη προσφυγής στον ΟΗΕ ως μόνη διπλωματική διέξοδος για τον τερματισμό της ένοπλης σύρραξης αποδεικνύει - σε πείσμα των επικριτών του - ότι ο παγκόσμιος Οργανισμός αποτελεί αναντικατάστατο νομικοπολιτικό πλαίσιο για τη λιγότερο ή περισσότερο επιτυχή αντιμετώπιση διεθνών κρίσεων. Ωστόσο, όπως τόνισε ο Γενικός Γραμματέας σε σχέση προς την αποστολή των Ηνωμένων Εθνών, το εγχείρημα της ανασυγκρότησης της περιοχής είναι εξαιρετικά δύσκολο[43], τυχόν δε αποτυχία του κινδυνεύει να «χρεωθεί» - άλλη μια φορά - στον ΟΗΕ και όχι στο ΝΑΤΟ το οποίο είχε από την αρχή την πρωτοβουλία των κινήσεων.
21.- Εκτός από τις παραπάνω διπλωματικές παραμέτρους, η εξουσιοδότηση για τη συγκρότηση της ΚFOR εμφανίζει άλλη μία σημαντική ιδιομορφία στο μέτρο που συνδυάζεται με την ταυτόχρονη ανάπτυξη ειρηνευτικής δύναμης υπό τον άμεσο έλεγχο των Ηνωμένων Εθνών, της UNMIK. Το στοιχείο αυτό είναι μοναδικό στην πρακτική του Συμβουλίου Ασφαλείας. Πράγματι, έως σήμερα το Συμβούλιο έχει ακολουθήσει σε γενικές γραμμές τις εξής εναλλακτικές λύσεις:
- α) Έχει επιτρέψει τη συγκρότηση πολυεθνικών δυνάμεων σε περιπτώσεις όπου ο ΟΗΕ δεν ήταν σε θέση ή δεν επιθυμούσε να παρέμβει άμεσα με τη σύσταση ειρηνευτικής επιχείρησης. Στην πρόσφατη πρακτική, η οδός αυτή ήταν η μόνη ρεαλιστική κατά την κρίση του Περσικού κόλπου (1990-1991), προτιμήθηκε δε στην περίπτωση της Αλβανίας σε συνεργασία με τον ΟΑΣΕ (1997).
- β) Έχει προστρέξει σε πολυεθνικές στρατιωτικές δυνάμεις μεγάλης ισχύος προκειμένου να εξασφαλίσει την απαιτούμενη σταθερότητα ούτως ώστε να αναπτυχθεί στη συνέχεια ειρηνευτική δύναμη των Ηνωμένων Εθνών. Με άλλα λόγια, η αποχώρηση της πολυεθνικής δύναμης συνέπιπτε περίπου με την άφιξη και ανάπτυξη των κυανοκράνων. Οι ειρηνευτικές επιχειρήσεις πήραν τη σκυτάλη από τις πολυεθνικές στρατιωτικές δυνάμεις στις περισσότερες περιπτώσεις και ειδικότερα σε εκείνες της Σομαλίας, της Ρουάντα, της Αϊτής, της Σιέρρα Λεόνε, της Κεντρικής Αφρικής, και, πιο πρόσφατα, του Αν. Τιμόρ.
- γ) Έχει προστρέξει στη συνδρομή Κρατών μελών του ΝΑΤΟ κυρίως για την κάλυψη και την προστασία της UNPROFOR με αεροπορικές δυνάμεις κατά την περίοδο 1993-1995 και στη συνέχεια για την επίβλεψη και την εκτέλεση της Συμφωνίας του Dayton.
22.- H περίπτωση του Κοσσυφοπεδίου δεν εντάσσεται σε καμμία από τις παραπάνω κατηγορίες δεδομένου ότι : α) η συγκρότηση της KFOR και της UNMIK αποφασίσθηκε με μία και την αυτή απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας - την απόφαση 1244 (1999) - και όχι με διαδοχικές αποφάσεις· β) οι αρμοδιότητες που τους ανατέθηκαν ήταν σαφώς παραπληρωματικές. Η παρουσία της KFOR δεν κατατείνει απλώς στην προστασία της UNMIK και μάλιστα μόνον από τον αέρα, όπως συνέβαινε με την ενίσχυση της UNPROFOR κατά την πρώτη φάση της γιουγκοσλαβικής σύρραξης. Η KFOR συγκροτείται από χερσαίες δυνάμεις και έχει σειρά ουσιαστικών αρμοδιοτήτων τις οποίες καλείται να εκτελέσει παράλληλα και σε συντονισμό με την UNMIK. Επιπλέον, η ταυτόχρονη ανάπτυξη της KFOR και της UNMIK αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για την ισορροπία του όλου ειρηνευτικού σχεδίου και την αποδοχή του από τη Ρωσία και, κατ'επέκταση, από τη γιουγκοσλαβική ηγεσία.
23.- Εξίσου σημαντικός όρος για τη συναίνεση της Ρωσίας ήταν η συμμετοχή της στην KFOR. Πρόκειται ασφαλώς για ιστορικής σημασίας συνεργασία της Ρωσίας με το ΝΑΤΟ. Κατά την αρχική ιδίως φάση των επιχειρήσεων, η σύμπραξη αυτή δημιούργησε προβλήματα όχι μόνον διότι οι ρωσικές δυνάμεις έγιναν δεκτές με έντονες αντιδράσεις από τους αλβανόφωνους στο Οράχοβατς[44], αλλά και διότι η απόσπαση ρωσικών δυνάμεων από την Stabilization Force (SFOR) στη Βοσνία και η εσπευσμένη μεταφορά τους στο Κοσσυφοπέδιο για την κατάληψη και τον έλεγχο θέσεων στο αεροδρόμιο της Πρίστινα και στις γύρω περιοχές οδήγησαν σε επίπονες διαπραγματεύσεις με τη Βορειο-ατλαντική Συμμαχία, όπως υπαινίσσονται, άλλωστε, και οι επίσημες εκθέσεις για τις δραστηριότητες της KFOR[45].
24.- Εκτός από τη σύμπραξή τους με τη Ρωσία, οι δυνάμεις κρατών μελών του ΝΑΤΟ - συμπεριλαμβανομένων και των νέων μελών, δηλ. της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Τσεχίας - συνεργάσθηκαν, ήδη από τα αρχικά στάδια της επιχείρησης, με δυνάμεις άλλων Κρατών μη μελών, όπως η Φινλανδία, η Αυστρία, η Σουηδία, η Ιρλανδία, αλλά και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Αργεντινή[46]. Καθίσταται σαφές, επομένως, ότι η σύνθεση της KFOR είναι πολυεθνική και όχι αμιγώς νατοϊκή. Κατά συνέπεια, ορθά το Συμβούλιο Ασφαλείας επέτρεψε τη συγκρότηση και ανάπτυξη της KFOR με βάση το κεφάλαιο VII του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και όχι με βάση το κεφάλαιο VIIΙ, στο μέτρο που οι διατάξεις του τελευταίου αυτού κεφαλαίου αναφέρονται στις «περιφερειακές συμφωνίες και οργανισμούς»[47] και όχι στις πολυεθνικές δυνάμεις.
25.- Έχει υποστηριχθεί, εξάλλου, ότι το ίδιο το ΝΑΤΟ, ως αμυντικός κατ'αρχήν οργανισμός, δεν πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για το χαρακτηρισμό του ως «περιφερειακού» κατά την τεχνική έννοια του κεφαλαίου VIII του Χάρτη. Είναι αλήθεια ότι η άποψη αυτή δεν είναι ομόφωνη[48] και ότι ενόψει της πρόσφατης μετεξέλιξης του ΝΑΤΟ θα έπρεπε ίσως να επανεξετασθεί. Πράγματι, η Διακήρυξη που υιοθετήθηκε στη συνάντηση κορυφής της Συμμαχίας τον Απρίλιο του 1999 προσδίδει νέα φυσιογνωμία στον Οργανισμό, υπογραμμίζοντας, μεταξύ άλλων, την ανάγκη συμβολής του στην πρόληψη συγκρούσεων και τη διαχείριση κρίσεων στην ευρύτερη «ευρω- ατλαντική περιοχή»[49]. Η ανάλυση του νέου αυτού στρατηγικού δόγματος εκφεύγει, προφανώς, των ορίων της παρούσας μελέτης. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ωστόσο, ότι η Διακήρυξη της Washington επηρεάστηκε και επηρέασε τις εξελίξεις στο Κοσσυφοπέδιο και ότι ο συντονιστικός ρόλος του ΝΑΤΟ στο πλαίσιο της KFOR συναρτάται προς τη νέα αντίληψη για το ρόλο της Συμμαχίας. Προς το παρόν, όμως, το μεν ΝΑΤΟ δεν αυτοχαρακτηρίζεται ρητά ως «περιφερειακός οργανισμός» κατά την έννοια του κεφαλαίου VIII του Χάρτη του ΟΗΕ, το δε Συμβούλιο Ασφαλείας έχει αποφύγει να του αναγνωρίσει ευθέως την ιδιότητα αυτή.
26.- Από την άλλη πλευρά, οι διαδοχικές αποφάσεις του Συμβουλίου με τις οποίες τα Κράτη μέλη του ΝΑΤΟ εξουσιοδοτήθηκαν, ήδη από το 1993[50], να αναλάβουν στρατιωτική δράση στο έδαφος της πρώην Γιουγκοσλαβίας χρησιμοποιώντας τους μηχανισμούς της Συμμαχίας σηματοδότησαν την προοδευτική διεύρυνση των επιχειρησιακών ορίων της τελευταίας, νομιμοποιώντας ουσιαστικά - τουλάχιστον έναντι των τρίτων - τις λεγόμενες «out of area operations». Πράγματι, η συζήτηση που είχε ξεκινήσει ήδη από τη δεκαετία του '50, για το κατά πόσον το ΝΑΤΟ μπορεί να δραστηριοποιηθεί και εκτός των χωρικών ορίων που διαγράφει η Συνθήκη του Βορείου Ατλαντικού της 9ης Απριλίου 1949, έχει πλέον μάλλον ακαδημαϊκό ενδιαφέρον. Από το 1994 - οπότε πραγματοποιήθηκε η πρώτη εκτός χωρικών ορίων επιχείρηση στο Gorazde - έως σήμερα, το ΝΑΤΟ έχει εμπεδώσει προοδευτικά την παρουσία του στο έδαφος της πρώην Γιουγκοσλαβίας με την εξουσιοδότηση του Συμβουλίου Ασφαλείας, ιδίως στο πλαίσιο της Implementation Force (IFOR), της SFOR και τώρα της KFOR. Εάν εξαιρέσει κανείς τη σημαντικότατη θεσμική εκτροπή της περιόδου Μαρτίου-Ιουνίου 1999, οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας αποτέλεσαν το εφαλτήριο του νέου στρατηγικού δόγματος του ΝΑΤΟ. Υπό την έννοια αυτή, η συγκρότηση της KFOR προσδίδει μία επιπλέον διάσταση στον υπό διαμόρφωση νέο ρόλο της Συμμαχίας.
Β) Οι αρμοδιότητες της KFOR
27.- Οι αρμοδιότητες της KFOR συμφωνήθηκαν, στις γενικές τους γραμμές, κατά τη συνάντηση της «Ομάδας των 8» στις 6 Μαΐου 1999 και αποτυπώθηκαν με μεγαλύτερη σαφήνεια στο έγγραφο το οποίο υποβλήθηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας στις 2 Ιουνίου[51]. Οι εν λόγω αρμοδιότητες καταγράφονται, με ακρίβεια πλέον, στην παράγραφο 9 της απόφασης 1244 (1999), η δε πορεία εκτέλεσής τους προκύπτει από τις μηνιαίες εκθέσεις που υποβάλλονται στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Τα καθήκοντα της KFOR είναι τόσο στρατιωτικού, όσο και αστυνομικού χαρακτήρα, τελούν δε σε συνάρτηση προς τις αρμοδιότητες της UNMIK και των διεθνών οργανισμών που δραστηριοποιούνται στο Κοσσυφοπέδιο, τους οποίους η πολυεθνική δύναμη καλείται να υποστηρίξει.
1) Οι στρατιωτικές αρμοδιότητες
28.- Μεταξύ των στρατιωτικών αρμοδιοτήτων, εκείνη η οποία προτάσσεται στην απόφαση 1244 είναι η αποτροπή νέων εχθροπραξιών, η διατήρηση και εν ανάγκη η επιβολή της εκεχειρίας, καθώς και η εξασφάλιση της αποχώρησης από το Κοσσυφοπέδιο του γιουγκοσλαβικού στρατού, της αστυνομίας και των παραστρατιωτικών δυνάμεων[52]. Η παύση των εχθροπραξιών, το χρονοδιάγραμμα και ο ακριβής τρόπος της αποχώρησης των γιουγκοσλαβικών δυνάμεων αποτέλεσαν αντικείμενο ειδικής στρατιωτικής-τεχνικής συμφωνίας μεταξύ της KFOR και των κυβερνήσεων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και της Δημοκρατίας της Σερβίας[53]. Κατά τις εκθέσεις των δραστηριοτήτων της KFOR, η τήρηση της συμφωνίας αυτής εκ μέρους των γιουγκοσλαβικών δυνάμεων δεν δημιούργησε αξιοσημείωτα προβλήματα, οι δε παρεκκλίσεις από το σχετικό χρονοδιάγραμμα ήταν μικρές. Είναι γνωστό ότι η παραπάνω συμφωνία αποτέλεσε προϊόν των βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ. Είναι προφανές, εξάλλου, ότι εξουσιοδοτώντας την KFOR να επιβλέψει - και σε περίπτωση παραβίασης να επιβάλει - την τήρησή της, το Συμβούλιο Ασφαλείας ενέκρινε ουσιαστικά το περιεχόμενο της συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένου και του άρθρου V κατά το οποίο ο διοικητής της KFOR έχει τον τελευταίο λόγο για την ερμηνεία και την ορθή εφαρμογή της. Καθίσταται σαφές, επομένως, ότι οι πρωτοφανείς συνθήκες κάτω από τις οποίες συγκροτήθηκε η KFOR αντανακλώνται και στο επίπεδο των αρμοδιοτήτων που της ανατέθηκαν, η σημαντικότερη από τις οποίες ήταν η επιβολή των όρων της Βορειο-ατλαντικής Συμμαχίας.
29.- Η δεύτερη στρατιωτικής φύσης αρμοδιότητα της KFOR αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, αντίβαρο της πρώτης δεδομένου ότι αφορά τον αφοπλισμό του «Απελευθερωτικού στρατού του Κοσσυφοπεδίου» - γνωστότερου ως UCK - και των λοιπών παραστρατιωτικών ομάδων των αλβανοφώνων Κοσοβάρων, οι οποίες καλούνται από το Συμβούλιο Ασφαλείας να καταθέσουν τα όπλα[54]. Οι μηνιαίες εκθέσεις για τις δραστηριότητες της KFOR επιχειρούν να αναδείξουν τις προσπάθειες της στρατιωτικής δύναμης για την επίτευξη αυτού του στόχου. Επισημαίνουν, ωστόσο, τις σοβαρές δυσκολίες που συναντά η KFOR αφού, σχεδόν δύο χρόνια μετά τη συγκρότησή της, εξακολουθεί να ανακαλύπτει και να προχωρά στην κατάσχεση όπλων, πολεμοφοδίων και εκρηκτικών[55]. Η γιουγκοσλαβική ηγεσία, από την πλευρά της, με επανειλημμένες επιστολές προς το Συμβούλιο Ασφαλείας, είχε υπογραμμίσει, ήδη από το 1999, την αναποτελεσματικότητα της στρατιωτικής δύναμης στο σημείο αυτό[56].
30.- Η πλημμελής εκπλήρωση της εντολής της KFOR σε σχέση προς τον αφοπλισμό των παραστρατιωτικών δυνάμεων στο Κοσσυφοπέδιο κατέστη προφανής μετά τις συγκρούσεις πρώτα στη Ν. Σερβία και στη συνέχεια στην ΠΓΔΜ κατά τη διάρκεια της περιόδου Φεβρουαρίου-Απριλίου 2001. Όπως είναι γνωστό, η λεγόμενη «ζώνη ασφαλείας» μεταξύ Σερβίας και Κοσσυφοπεδίου χρησιμοποιήθηκε ως εφαλτήριο από καλά οπλισμένους Αλβανούς αυτονομιστές οι οποίοι συγκρούσθηκαν επανειλημμένως με δυνάμεις του γιουγκοσλαβικού στρατού στη Ν. Σερβία, πράγμα το οποίο υποχρέωσε τελικά τη νατοϊκή διοίκηση να επιτρέψει την είσοδο ελαφρώς οπλισμένων μονάδων του στρατού και της σερβικής αστυνομίας σε μικρό τμήμα της προαναφερθείσας ζώνης[57]. Όσον αφορά τις συγκρούσεις στο έδαφος της ΠΓΔΜ, η KFOR κατέστησε σαφές ότι δεν προτίθεται να εμπλακεί σε αψιμαχίες, ούτε να αναπτύξει στρατεύματα εκτός Κοσσυφοπεδίου, την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση της Ρωσίας ζητούσε επίμονα - ως συμμετέχουσα δύναμη - την εκπλήρωση της εντολής αφοπλισμού των αλβανοφώνων ανταρτών[58].
31.- Η KFOR έχει επιφορτισθεί επίσης με το δύσκολο έργο του ελέγχου της εκκαθάρισης των ναρκοπεδίων, έως ότου η UNMIK μπορέσει να αναλάβει τη σχετική ευθύνη[59]. Πράγματι, ενώ κατά τα πρώτα στάδια της επιχείρησης η KFOR επέβλεπε μόνη της την εκκαθάριση των ναρκοπεδίων από τον UCK και διαπραγματευόταν με τις σερβικές δυνάμεις για τον ίδιο σκοπό[60], στη συνέχεια συνεργάσθηκε ολοένα και στενότερα με τον αρμόδιο συντονιστικό φορέα των Ηνωμένων Εθνών[61].
2) Οι αρμοδιότητες αστυνόμευσης
32.- Η λογική της σταδιακής μεταβίβασης αρμοδιοτήτων καθίσταται ακόμη εμφανέστερη όσον αφορά την εκτέλεση αστυνομικών καθηκόντων. Η ίδια η απόφαση 1244 (1999) επιφορτίζει την KFOR με την τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας έως ότου αναλάβει η UNMIK τις σχετικές αρμοδιότητες, προκειμένου να τις εκχωρήσει σταδιακά, με τη σειρά της, στις τοπικές αστυνομικές δυνάμεις[62]. Για να επιτευχθεί ο τελικός αυτός στόχος, η KFOR, παράλληλα με την άσκηση των αστυνομικών καθηκόντων αυτών καθ'εαυτών, συνέβαλε στη διαδικασία επιλογής προσωπικού για τη στελέχωση των τοπικών σωμάτων ασφαλείας, στην κατάρτιση πειθαρχικού κώδικα[63], καθώς και στη δημιουργία και τη λειτουργία αστυνομικής σχολής. Όσον αφορά την τήρηση της τάξης, οι εκθέσεις για τις δραστηριότητες της KFOR δεν αποσιωπούν τα σοβαρά προβλήματα που συναντά, την έξαρση του οργανωμένου εγκλήματος, τις συνεχείς επιθέσεις των αλβανοφώνων Κοσοβάρων κατά των Σέρβων, ιδίως δε τα γνωστά επεισόδια στη Μιτροβίτσα[64].
33.- Στα αστυνομικά καθήκοντα της KFOR εντάσσονται και οι συνοριακοί έλεγχοι τους οποίους διενεργεί[65], με κύριο στόχο την πρόληψη παράνομης διακίνησης όπλων και πολεμικού υλικού από την Αλβανία και την ΠΓΔΜ, καθώς και την αντιμετώπιση των λεηλασιών, του λαθρεμπορίου και των εγκληματικών πράξεων στις παραμεθόριες περιοχές[66]. Αντίστοιχοι έλεγχοι διενεργούνται και στα χαρακτηριζόμενα ως «εσωτερικά σύνορα» (internal boundaries)[67] του Κοσσυφοπεδίου με τις περιοχές υπό γιουγκοσλαβικό έλεγχο. Ωστόσο, όπως και για τον αφοπλισμό των παραστρατιωτικών αλβανοφώνων δυνάμεων, έτσι και σε σχέση με τους συνοριακούς ελέγχους, η εκτέλεση της εντολής της KFOR ήταν - και ως ένα βαθμό εξακολουθεί να είναι - προβληματική. Οι προαναφερθείσες συγκρούσεις στη Ν. Σερβία και στην ΠΓΔΜ οδήγησαν, βέβαια, σε αυστηρότερους συνοριακούς ελέγχους[68], αλλά η συμβολή της KFOR στην εξομάλυνση της τεταμένης κατάστασης και στα δύο μέτωπα ήταν ασφαλώς κατώτερη των θεωρητικών δυνατοτήτων της.
34.- Η τήρηση της δημόσιας τάξης συναρτάται άμεσα προς τη «δημιουργία ασφαλούς περιβάλλοντος» για την επιστροφή των προσφύγων και των εκτοπισμένων, την ομαλή λειτουργία της UNMIK, την εγκαθίδρυση μεταβατικής διοίκησης και τη διανομή ανθρωπιστικής βοήθειας[69]. Όσον αφορά ειδικότερα την επιστροφή των προσφύγων, η KFOR συνεργάσθηκε στενά με την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες (UNHCR), αλλά και με το Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης (ΙΟΜ), οργανώνοντας τον επαναπατρισμό αλβανοφώνων Κοσοβάρων από βαλκανικές και άλλες ευρωπαϊκές χώρες και την εγκατάστασή τους στο Κοσσυφοπέδιο[70]. Είναι γνωστό, ωστόσο, ότι το ρεύμα επαναπατρισμού των αλβανοφώνων συνοδεύτηκε από τη μετακίνηση των Σέρβων Κοσοβάρων προς τα εδάφη υπό γιουγκοσλαβικό έλεγχο. Παρ'όλο που, κατά τις εκθέσεις των δραστηριοτήτων της KFOR, «η προστασία των μειονοτήτων» - δηλ. κυρίως των Σέρβων της επαρχίας - «αποτελεί μια από τις υψηλότερες προτεραιότητες» της στρατιωτικής δύναμης[71], η ανάσχεση της φυγής των τελευταίων καθίσταται ολοένα και προβληματικότερη. Η KFOR φαίνεται να αδυνατεί να αποτρέψει τις επιθέσεις κατά των Σέρβων και των περιουσιών τους, παρά το γεγονός ότι οι δυνάμεις της - πάντοτε κατά τις σχετικές εκθέσεις - έχουν «διαρκή παρουσία στις σερβικές πόλεις, τα χωριά και τα περίχωρα, ακόμη και σε συγκεκριμένα οικήματα»[72]. Όπως αναγνωρίζει η ίδια η KFOR, οι Σέρβοι Κοσοβάροι είναι απομονωμένοι, ο αριθμός τους στην επαρχία φθίνει, η συμμετοχή τους στη διοίκηση και στα υπό σύσταση σώματα ασφαλείας είναι μηδαμινή[73], οι δε περιπτώσεις συνεργασίας μεταξύ της αλβανικής και της σερβικής κοινότητας «δεν αποτελούν τη γενική τάση» - για να χρησιμοποιήσουμε τον ευφημισμό μιας από τις εκθέσεις[74]. Κατά συνέπεια, το όραμα της δημιουργίας μιας «πολυεθνοτικής» επαρχίας και της ειρηνικής συνύπαρξης των επιμέρους κοινοτήτων φαίνεται να απομακρύνεται συνεχώς.
35.- Αντίστοιχα προβλήματα αντιμετωπίζει και η UNMIK κατά την άσκηση της μεταβατικής διοίκησης της επαρχίας. Χωρίς να υπεισέλθουμε στις αρμοδιότητες της τελευταίας[75], αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι η KFOR καλείται να υποστηρίξει και να συνεργασθεί στενά με την UNMIK, καθώς και να εξασφαλίσει την προστασία και την ελευθερία διακίνησής της, όπως και αυτή των αξιωματούχων άλλων διεθνών οργανισμών που δραστηριοποιούνται στο Κοσσυφοπέδιο[76]. Προκειμένου να ανταποκριθεί στην εντολή αυτή του Συμβουλίου Ασφαλείας, η KFOR ανέπτυξε ποικίλες δραστηριότητες, όπως η ενίσχυση της UNMIK «σε όλα τα επίπεδα άσκησης δημόσιας διοίκησης», η ένοπλη συνοδεία διεθνών υπαλλήλων και αξιωματούχων, η συνοδεία αποστολών ανθρωπιστικής βοήθειας, η αποκατάσταση και η συντήρηση του σιδηροδρομικού, του οδικού, του υδρευτικού δικτύου, κλπ.
Συμπερασματικές παρατηρήσεις
36.- Η συγκρότηση της KFOR με τη δυνατότητα χρησιμοποίησης όλων των απαραίτητων μέσων για την εκπλήρωση της εντολής της εντάσσεται στο πλαίσιο πλούσιας σχετικής πρακτικής του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η εξουσιοδότηση πολυεθνικών δυνάμεων να παρεμβαίνουν σε διεθνείς κρίσεις αποτελεί υποκατάστατο του θνησιγενούς συστήματος συλλογικής ασφαλείας του κεφαλαίου VII του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Εκχωρώντας την αρμοδιότητά του για χρήση ένοπλης βίας, το Συμβούλιο Ασφαλείας εφαρμόζει τις διατάξεις του κεφαλαίου αυτού κατά τρόπο ελαστικό μεν, αλλά όχι αντίθετο προς το πνεύμα και το σκοπό τους, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι ασκεί τη γενική εποπτεία της όλης επιχείρησης. Οι κατ'εξουσιοδότηση επιχειρήσεις εμπεριέχουν στοιχεία τόσο από το λεγόμενο «θεσμικό μοντέλο» - δεδομένου ότι συγκροτούνται με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας και ελέγχονται, χαλαρά έστω, από αυτό - όσο και από το «διακρατικό μοντέλο» - στο μέτρο που διοικούνται άμεσα και χρηματοδοτούνται από τα ενδιαφερόμενα Κράτη. Τέτοια, δηλ. μεικτή, είναι η νομική φύση της KFOR.
37.- Παρ'όλες τις ομοιότητες που εμφανίζει προς τις άλλες κατ'εξουσιοδότηση επιχειρήσεις, η KFOR παρουσιάζει μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία, η οποία οφείλεται κατ'αρχήν στις συνθήκες κάτω από τις οποίες συγκροτήθηκε, δηλ. μετά από μία σημαντικότατη θεσμική εκτροπή. Ο πολυεθνικός χαρακτήρας της KFOR - με τη συμμετοχή πολλών Κρατών μη μελών του ΝΑΤΟ, ευρωπαϊκών και μη, συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας - δικαιολογεί το γεγονός ότι νομική βάση της εξουσιοδότησης του Συμβουλίου Ασφαλείας ήταν το κεφάλαιο VII του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και όχι το κεφάλαιο VIII το οποίο αναφέρεται στους «περιφερειακούς οργανισμούς»· πολύ περισσότερο που ο χαρακτηρισμός του ίδιου του ΝΑΤΟ ως «περιφερειακού οργανισμού» κατά την έννοια των άρθρων 52 και 53 του Χάρτη αμφισβητείται. Παρά την πολυεθνική σύνθεσή της, η KFOR ελέγχεται από το ΝΑΤΟ, εμπεδώνοντας έτσι την παρουσία της Συμμαχίας στο έδαφος της π. Γιουγκοσλαβίας με βάση απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ενισχύεται κατ'αυτό τον τρόπο το νέο στρατηγικό δόγμα του ΝΑΤΟ, το οποίο δύσκολα συμβιβάζεται νομικά προς την ιδρυτική Συνθήκη του 1949.
38.- Οι αρμοδιότητες της KFOR, αν και πολυσχιδείς, είναι σαφώς προσδιορισμένες από το Συμβούλιο Ασφαλείας. Οι αρμοδιότητες αυτές είναι όχι μόνον αμιγώς στρατιωτικές, αλλά και αστυνομικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβάνουν δε την ενίσχυση, υποστήριξη και κάλυψη της UNMIK και των άλλων διεθνών αποστολών που δραστηριοποιούνται στο Κοσσυφοπέδιο. Τα καθήκοντα της KFOR είναι παραπληρωματικά των αρμοδιοτήτων της UNMIK. Ορισμένες από τις εξουσίες της πρώτης μεταβιβάζονται σταδιακά στη δεύτερη, προκειμένου να ασκηθούν, σε μεταγενέστερο στάδιο, από τις τοπικές αρχές. Ωστόσο, ακόμη και σήμερα, οι διεθνείς οργανισμοί εξακολουθούν να υποκαθιστούν τις - υπό διαμόρφωση και διεθνή έλεγχο - τοπικές αυτές αρχές στην άσκηση κυριαρχικών αρμοδιοτήτων σε βαθμό πρωτοφανή στη μεταπολεμική ιστορία.
39.- Όσον αφορά την αποτίμηση του έργου της KFOR σχεδόν δύο χρόνια μετά τη συγκρότησή της, θα πρέπει κανείς να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικός, κυρίως σε σχέση με τον αφοπλισμό των παραστρατιωτικών αλβανοφώνων δυνάμεων, την προστασία των Σέρβων Κοσοβάρων και τους συνοριακούς ελέγχους. Παρά τις επανειλημμένες εξαγγελίες περί ειρηνικής συνύπαρξης των διαφόρων κοινοτήτων, η προοπτική του «πολυεθνοτικού» Κοσσυφοπεδίου φαίνεται μάλλον ανέφικτη στο ορατό μέλλον.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. UN doc. S/1999/516.[2]2. Bλ. UN doc. S/1999/649.[2]
3. Πράγματι, οι προαναφερθείσες συμφωνίες αποτελούν παραρτήματα της απόφασης 1244 (1999).[3]
4. Βλ. τα πρακτικά των συζητήσεων, S/PV. 4011 και S/PV. 4011 (Resumption 1), 10.6.1999. Στη συζήτηση προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν, μετά από αίτησή τους, 15 Κράτη μη μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, συγκεκριμένα: η Αλβανία, η Λευκορωσία, η Βουλγαρία, η Κόστα-Ρίκα, η Κροατία, η Κούβα, η Γερμανία, η Ουγγαρία, το Ιράν, η Ιταλία, η Ιαπωνία, το Μεξικό, η Νορβηγία, η ΠΓΔΜ και η Ουκρανία (S/PV. 4011, σελ. 2 και α. 37 του προσωρινού εσωτερικού Κανονισμού λειτουργίας του Συμβουλίου). Μετά από αίτησή του, προσεκλήθη επίσης να λάβει το λόγο ο εκπρόσωπος της Γιουγκοσλαβίας (ibid.).[4]
5. Για το ζήτημα αυτό, βλ. τις εισηγήσεις του Α. ΣΚOΡΔΑ και του Α. ΜΠΡΕΔHΜΑ στον παρόντα τόμο, καθώς και N. VALTICOS, Les droits de l'homme, le droit international et l'intervention militaire en Yougoslavie, Revue générale de droit international public (RGDIP), 2000, σελ. 5-18, A. CASSESE, A Follow-up : Forcible Humanitarian Counter- measures and Opinio Necessitatis, European Journal of International Law (EJIL) 1999, σελ. 791-799, M. KOHEN, L'emploi de la force et la crise du Kosovo : vers un nouveau désorde juridique international, Revue belge de droit international (RBDI) 1999-1, σελ. 122-148, C. ECONOMIDES, La guerre de l'OTAN contre la Yougoslavie et le droit international, Revue hellénique de droit international 1999, σελ. 391-409, B. SIMMA, NATO, the UN and the Use of Force: Legal Aspects, EJIL 1999, σελ. 1- 22, Ο. CORTEN, B. DELCOURT (επιμ.), Droit, légitimation et politique extérieure: l'Europe et la guerre du Kosovo, Βρυξέλλες, Bruylant, 2000, Ch.-A. MORAND (επιμ.), La crise des Balkans de 1999, Παρίσι/Βρυξέλλες, LGDJ/Bruylant, 2000, D. KRITSIOTIS, The Kosovo Crisis and NATO's Application of Armed Force Against the Federal Republic of Yugoslavia, International and Comparative Law Quarterly 2000, σελ. 330-359, Κ. ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗ, Επιβάλλοντας την ειρήνη. Η νομιμότητα των στρατιωτικών επεμβάσεων και τα όρια του ανθρωπισμού, Αθήνα, Αντ.Ν. Σάκκουλας, 2001, σελ. 316 επ.[5]
6. 10η παράγραφος του προοιμίου.[6]
7. Βλ. ιδίως την 11η παράγραφο του προοιμίου, καθώς και τις παραγράφους 10 και 11ε) του κυρίως κειμένου της απόφασης 1244.[7]
8. Βλ. την παράγραφο 10 της απόφασης, καθώς και L.-A. SICILIANOS, L'ONU et la démocratisation de l'Etat: systèmes régionaux et ordre juridique universel, Παρίσι, Pedone, 2000, σελ. 224 επ., 231 επ., 238 επ. Για τη νομοθετική, εκτελεστική και διοικητική αρμοδιότητα του ΟΗΕ στο Κοσσυφοπέδιο, βλ. την ανάλυση του Α. ΓΙOΚΑΡΗ στον παρόντα τόμο.[8]
9. Παρ. 7 της απόφασης 1244(1999).[9]
10. Βλ. O. CORTEN, P. KLEIN, L'autorisation de recourir à la force à des fins humanitaires: droit d'ingérence οu retour aux sources? EJIL 1993, σελ. 506-533, ιδίως 524-525.[10]
11. Βλ. D. SAROOSHI, The United Nations and the Development of Collective Security, Oxford University Press, 1999, σελ. 184, Cl. EMANUELLI, Les actions militaires de l'ONU et le droit international humanitaire, Μόντρεαλ, Wilson/Lafleur, 1997, ιδίως σελ. 24 επ. και passim.[11]
12. Βλ. S/Res. 83 (1950), 27.6.1950, 84 (1950), 7.7.1950.[12]
13. Bλ. S/Res. 221 (1966), 9.4.1966.[13]
14. Bλ. ιδίως την περίφημη απόφαση 678 (1990), 29.11.1990, με την οποία δόθηκε η εξουσιοδότηση για χρήση «όλων των απαραιτήτων μέσων» κατά του Ιράκ, καθώς και τις αναλύσεις των : Α.Σ. ΓΙOΚΑΡΗ, «Αποκλεισμός», ναυτικός και αεροπορικός και αεροναυτικές επιχειρήσεις κατά του Ιράκ, στο: Λ. ΔΙΒAΝΗ, Λ.-Α. ΣΙΣΙΛΙAΝΟΣ, Α. ΣΚOΡΔΑΣ (επιμ.), Διεθνείς κρίσεις και παρέμβαση της διεθνούς οργανώσεως. Περσικός Κόλπος και τέως Γιουγκοσλαβία, Αθήνα-Κομοτηνή, Αντ.Ν. Σάκκουλας, 1994, σελ. 55-109, ιδίως 80 επ., Α. ΜΠΡΕΔHΜΑ, Η θέση της Ελλάδας απέναντι στην κρίση και η προβληματική της άμυνας, όπ. π., σελ. 189-232, ιδίως 196 επ., και Κ. ΙΩAΝΝΟΥ, Ο πόλεμος στον Περσικό Κόλπο και το διεθνές δίκαιο, Αθήνα-Κομοτηνή, Αντ.Ν. Σάκκουλας, 1991, ιδίως σελ. 75 επ.[14]
15. Κατά την έκφραση του καθηγητή J. COMBACAU, Le chapitre VII de la Charte des Nations Unies : résurrection ou métamorphose? στο R. BEN ACHOUR, S. LAGHMANI (επιμ.), Les nouveaux aspects du droit international, Παρίσι, Pedone 1994, σελ. 139-158.[15]
16. Βλ. S/Res. 794 (1992), 3.12.1992.[16]
17. Βλ. ιδίως S/Res. 816 (1993), 31.3.1993, 836 (1993), 4.6.1993, 908 (1994), 31.3.1994.[17]
18. Bλ. S/Res. 929 (1994), 22.6.1994.[18]
19. Βλ. S/Res. 940 (1994), 31.7.1994.[19]
20. Bλ. ιδίως S/Res. 1031 (1995), 15.12.1995, 1088 (1996), 12.12.1996.[20]
21. Bλ. S/Res. 1101 (1997), 28.3.1997.[21]
22. Bλ. S/Res. 1132 (1997), 8.10.1997.[22]
23. Bλ. ιδίως S/Res. 1125 (1997), 6.8.1997.[23]
24. Βλ. S/Res. 1264 (1999), 15.9.1999.[24]
25. UN doc. A/50/60-S/1995/1, 3.1.1995, παρ. 77-80. Είναι χαρακτηριστικό της εξέλιξης των πραγμάτων ότι στον ίδιο τον «Οδηγό για την ειρήνη» ο Γενικός Γραμματέας θεωρούσε, το 1992, ότι οι συνθήκες είχαν ωριμάσει για την ενεργοποίηση των άρθρων 43 επ. του Χάρτη που προβλέπουν τη σύναψη συμφωνιών για τη συγκρότηση στρατιωτικών δυνάμεων των Ηνωμένων Εθνών (UN doc. A/47/277-S/24111, 17.6.1992, παρ. 42-43). Τρία χρόνια αργότερα, στο προαναφερθέν «συμπλήρωμα», ο Γενικός Γραμματέας εγκατέλειψε τη σύσταση αυτή περιοριζόμενος σε μια απλή ευχή για την ενεργοποίηση του άρθρου 43 «μακροπρόθεσμα» (όπ. π., παρ. 77).[25]
26. Βλ. τα σχόλια των E. KODJO, Article 53, στο : J.-C. COT, A. PELLET (επιμ.), La Charte des Nations Unies. Commentaire article par article, Παρίσι, Economica, 2η έκδ. 1991, σελ. 817 επ., και G. RESS, Article 53, στο: B. SIMMA (επιμ.), The Charter of the United Nations. A Commentary, Oxford, Oxford University Press, 1995, σελ. 722 επ., ιδίως 732 επ.[26]
27. Bλ. S/Res. 875 (1993), 16.10.1993 (Aϊτή), S/Res. 1132 (1997), 8.10.1997 (Σιέρρα Λεόνε).[27]
28. Bλ. Certaines dépenses des Nations Unies, γνωμοδότηση, 20.7.1962, CIJ Rec. 1962, σελ. 164-165.[28]
29. Kατά τον χαρακτηρισμό του J. COMBACAU, Le pouvoir de sanction de l'ONU, Παρίσι, Pedone, 1974, σελ. 110.[29]
30. Bλ. F.R. TESON, Collective Humanitarian Intervention, Michigan Journal of International Law (Winter 1996), σελ. 323-371, ιδίως σελ. 358-359.[30]
31. Βλ., μεταξύ πολλών, J.-M. SOREL, L'élargissement de la notion de menace contre la paix, στο: SFDI, Le Chapitre VII de la Charte des Nations Unies, Παρίσι, Pedone, 1995, σελ. 3- 57.[31]
32. Βλ. τη δήλωση του προέδρου του Συμβουλίου Ασφαλείας, UN doc. S/23500 στο: B. BOUTROS-GHALI, Agenda pour la paix, 2η έκδ., Νέα Υόρκη, 1995, παράρτημα, σελ. 125.[32]
33. Βλ. G. COHEN- JONATHAN, Le Conseil de sécurité et les droits de l'homme, στο: Le droit des organisations internationales. Recueil d'études à la mémoire de Jacques Schwob, Βρυξέλλες, Bruylant, 1997, σελ. 19-70, Κ. ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗ, όπ.π., σελ. 234 επ.[33]
34. Βλ. υποσ. 16 και 18 αντίστοιχα.[34]
35. Ιδίως στην περίπτωση της Σομαλίας με τη γνωστή διαφωνία του πρώην Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Β. BOUTROS-GHALI και της κυβέρνησης των ΗΠΑ γύρω από την ανάγκη αφοπλισμού των εμπολέμων ομάδων. Βλ. σχετικά B. BOUTROS-GHALI, Introduction, στο: Les Nations Unies et la Somalie 1992-1996, Série Livres bleus, τ. VIII, Νέα Υόρκη, 1996, σελ. 3 επ., ιδίως σελ. 43-44.[35]
36. Βλ. S/Res. 1101 (1997), 28.3.1997.[36]
37. Bλ. την πρώτη έκθεση της Ιταλίας προς το Συμβούλιο Ασφαλείας σχετικά με τις δραστηριότητες της πολυεθνικής δύναμης, UN doc. S/1997/296, 9.4.1997, παρ. 6 επ., 10 επ.[37]
38. Βλ. σχετικά, D. SAROOSHI, όπ. π., σελ. 155, 159 επ.[38]
39. Βλ. UN doc. S/1999/692, 17.6.1999. Ωστόσο, όλες οι επόμενες εκθέσεις για τις δραστηριότητες της KFOR υποβλήθηκαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Κ. ANNAN. Πρόκειται για σημαντική καινοτομία η οποία, απ'όσο γνωρίζουμε, δεν έχει προηγούμενο σε σχέση προς τις κατ'εξουσιοδότηση επιχειρήσεις. Η καινοτομία αυτή στοχεύει, προφανώς, στο να υπογραμμίσει τον παραπληρωματικό χαρακτήρα της KFOR και της UNMIK και να τονίσει το ρόλο των Ηνωμένων Εθνών στην εποπτεία του συνόλου των δραστηριοτήτων των διεθνών οργανισμών στο Κοσσυφοπέδιο.[39]
40. Βλ., για παράδειγμα, την απόφαση 929 (1994) σε σχέση προς τη Ρουάντα, παρ. 2.[40]
41. Κατά την κλασική διάκριση του R.J. DUPUY - «modèle institutionnel», «modèle relationnel» - στο: La Communauté internationale entre le mythe et l'histoire, Παρίσι, UNESCO/Economica, 1986, σελ. 43 επ., 48 επ.[41]
42. S/Res. 1244 (1999), παρ. 5.[42]
43. Βλ. την έκθεση του Γενικού Γραμματέα, S/1999/779, 12.7.1999, παρ. 118.[43]
44. Βλ. την έκθεση για τις δραστηριότητες της KFOR, S/1999/982, 15.9.1999, παρ. 2.[44]
45. S/1999/767, 8.7.1999, παρ. 2, S/1999/868, 10.8.1999, παρ. 3.[45]
46. Βλ. τις προαναφερθείσες εκθέσεις για τις δραστηριότητες της KFOR, S/1999/868, παρ. 3 και S/1999/982, παρ. 2.[46]
47. Βλ. τα άρθρα 52-54 του Χάρτη.[47]
48. Για τη διχογνωμία που επικρατεί γύρω από τη νομική φύση του ΝΑΤΟ, βλ. L.-A. SICILIANOS, Les réactions décentralisées à l'illicite. Des contre-mesures à la légitime défense, Παρίσι, LGDJ, 1990, σελ. 129 επ., και τις σχετικές παραπομπές στη θεωρία. Βλ. επίσης τις αντιφατικές απόψεις για το θέμα των σχολιαστών των άρθρων 52 και 53 του Χάρτη, W. HUMMER/M. SCHWEITZER και G. RESS αντίστοιχα στο: Β. SIMMA (επιμ.) The Charter of the UN, ό.π., σελ. 699 επ. και 730.[48]
49. Βλ. The Alliance's Strategic Concept Approved by the Heads of State and Government participating in the meeting of the North Atlantic Council in Washington D.C., 23-24 Απριλίου, 1999, http: //www.nato.int/docu/pr/1999/p99-065e.htm, παρ. 10.[49]
50. Βλ. κυρίως τις αποφάσεις: S/Res. 816 (1993), 31.3.1993, παρ. 4 και S/Res. 836 (1993), 4.6.1993, παρ. 10. Μετά την υπογραφή της Συμφωνίας του Dayton, βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις S/Res. 1031 (1995), 15.12.1995 (συγκρότηση της Implementation Force - IFOR) και S/Res. 1088 (1996), 12.12.1996 (συγκρότηση της Stabilization Force - SFOR).[50]
51. Όπ. π., υποσ. 2.[51]
52. Βλ. S/Res. 1244(1999), παρ. 9 α), καθώς και την παρ. 6 του παραρτήματος 2 στην εν λόγω απόφαση.[52]
53. Βλ. S/1999/682, 15.6.1999, παράρτημα.[53]
54. Βλ. S/Res. 1244 (1999), παρ. 9 β) και παρ. 15.[54]
55. Βλ. π.χ. τις εκθέσεις δραστηριοτήτων S/2000/489, 26.5.2000, παρ. 3, S/2000/634, 28.6.2000, παρ. 5, S/2000/814, 18.8.2000, παρ. 8, S/2000/819, 21.9.2000, παρ. 8, S/2000/1024, 25.10.2000, παρ. 10, S/2000/1120, 27.11.2000, παρ. 6, S/2000/1246, 28.12.2000, παρ. 7.[55]
56. Βλ., μεταξύ άλλων, τις επιστολές S/1999/729, 28.6.1999, S/1999/743, 1.7.1999, S/1999/766, 8.7.1999 και S/1999/887, 17.8.1999.[56]
57. Στη σχετική συμφωνία κατέληξαν η KFOR και η κυβέρνηση του Βελιγραδίου στις 12.3.2001, σφραγίζοντας έτσι και επίσημα τη στροφή της πολιτικής της Δύσης έναντι της Γιουγκοσλαβίας μετά την πτώση του καθεστώτος Μιλόσεβιτς, βλ. Καθημερινή, 13.3.2001, σελ. 8.[57]
58. Καθημερινή, 7.3.2001, σελ. 9.[58]
59. Bλ. S/Res. 1244 (1999), παρ. 9 ε).[59]
60. Βλ. τις προαναφερθείσες εκθέσεις δραστηριοτήτων της KFOR, S/1999/868, παρ. 7 και S/1999/982, παρ. 4.[60]
61. Βλ. την έκθεση δραστηριοτήτων της KFOR, S/2000/235, 21.3.2000, παρ. 7.[61]
62. Βλ. S/Res. 1244 (1999), παρ. 9 και παρ. 11θ), καθώς και την έκθεση δραστηριοτήτων της KFOR, S/1999/1266, 20.12.1999, παρ. 12.[62]
63. Βλ. την έκθεση δραστηριοτήτων της KFOR, S/2000/318, 17.4.2000, παρ. 10. Βλ. και τις εκθέσεις δραστηριοτήτων S/2000/634 (παρ. 10), S/2000/814 (παρ. 12), οι οποίες επισημαίνουν τα σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα μελών του νεοσυσταθέντος «Σώματος προστασίας του Κοσσυφοπεδίου».[63]
64. Βλ. κυρίως τις εκθέσεις δραστηριοτήτων της KFOR, S/1999/1062, 15.10.1999, παρ. 3 και S/1999/1185, 18.11.1999, παρ. 3, S/2000/634, παρ. 2 επ., S/2000/814, παρ. 2 επ., S/2000/891, παρ. 2, S/2000/1024, παρ. 4, S/2000/1120, παρ. 2.[64]
65. Βλ. S/Res. 1244 (1999), παρ. 9 ζ).[65]
66. Βλ. τις εκθέσεις δραστηριοτήτων της KFOR, S/1999/868, παρ. 16, S/2000/634, παρ. 6-7, S/2000/814, παρ. 9-10, S/2000/1024, παρ. 11.[66]
67. Βλ. τις εκθέσεις δραστηριοτήτων της ΚFOR, S/2000/235, παρ. 9, S/2000/1024, παρ. 12.[67]
68. Βλ. τις σχετικές δηλώσεις του Γεν. Γραμματέα του ΝΑΤΟ, λόρδου Ρόμπερτσον, Καθημερινή, 9.3.2001, σελ. 9.[68]
69. Βλ. S/Res. 1244 (1999), παρ. 9 γ).[69]
70. Κατά την έκθεση δραστηριοτήτων της KFOR, S/1999/1185, 18.11.1999, παρ. 13, στα τέλη Οκτωβρίου 1999 το 90% των αλβανοφώνων Κοσοβάρων είχε επαναπατρισθεί.[70]
71. S/1999/1185, παρ. 3.[71]
72. Ibid.[72]
73. Βλ. την έκθεση δραστηριοτήτων της KFOR, S/2000/50, 25.1.2000, παρ.14, καθώς και την έκθεση δραστηριοτήτων S/2000/1246, κατά την οποία ο αριθμός των Σέρβων Κοσοβάρων που έχει εκτοπισθεί στα εδάφη υπό γιουγκοσλαβικό έλεγχο ανέρχεται σε περίπου 200.000 (παρ. 17).[73]
74. S/2000/318, 17.4.2000, παρ. 15.[74]
75. Βλ. τη συμβολή του Α. ΓΙOΚΑΡΗ στον παρόντα τόμο.[75]
76. Βλ. S/Res. 1244(1999), παρ. 9 στ) και η).[76]